«Μην ακούτε μεγάλα λόγια: μετά την πανδημία του κορωνοϊού, σύντομα όλα θα είναι πάλι όπως πριν» ισχυρίζονται ορισμένοι. Έτσι είναι; Στην πραγματικότητα, κανείς δεν το ξέρει. Ζούμε σε συνθήκες ριζικής αβεβαιότητας. Κάθε πρόγνωση φαίνεται παρακινδυνευμένη. Μπορώ όμως να σκεφτώ τουλάχιστον τρεις λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να ισχύει.
Ο πρώτος είναι ότι μετά το τέλος ενός εφιάλτη, κανείς δεν θέλει να τον σκέφτεται. Όλοι ξέρουμε τι επακολούθησε μετά την προηγούμενη πανδημία, την Ισπανική Γρίππη του 1918 – η οποία με τη σειρά της είχε διαδεχθεί τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (τον οποίο μάλιστα είχε συναγωνιστεί σε αριθμό θυμάτων): η «βρυχώμενη» δεκαετία του ’20. Ξέφρενα πάρτυ, «Anything goes», δίψα για ζωή. Στην Ευρώπη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, Κόκκινη Βιέννη, Πορεία στη Ρώμη. Στις ΗΠΑ ποτοαπαγόρευση και Αλ Καπόνε. Ξέρουμε και τι επακολούθησε μετά: πυρετός της κερδοσκοπίας, Κραχ της Γουώλ Στρητ, Μεγάλη Ύφεση. Και στη συνέχεια Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, είκοσι μόλις χρόνια από το τέλος του προηγούμενου, του Μεγάλου Πολέμου «που θα τελείωνε όλους τους πολέμους». Εάν ξαναγυρίσουμε στην προηγούμενη «κανονικότητα» δεν θα είναι πρώτη φορά. Έχουμε και στο παρελθόν αποδειχθεί ανήμποροι να μάθουμε από τις εμπειρίες μας.
Ο δεύτερος λόγος είναι η δύναμη της πεπατημένης. Είμαστε δέσμιοι των εμπειριών μας. Κοιτάζουμε το μέλλον με τους φακούς του παρελθόντος. Οι προηγούμενες επιλογές μας δεσμεύουν τις επόμενες. Ένα από τα διδάγματα της ελληνικής κρίσης (2010-18) είναι ότι η χώρα βρέθηκε παγιδευμένη σε μια ισορροπία που ήταν απίστευτα βλαπτική για το κοινό συμφέρον, και ταυτόχρονα απίστευτα σταθερή. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η δυσκολία συντονισμού αντιτιθέμενων (ή αποκλινουσών) επιδιώξεων δυσχέραναν την έξοδο από την κρίση. Επί πλέον, το κοινό συμφέρον είναι στην πραγματικότητα η συνισταμένη πολλών επιμέρους συμφερόντων. Κάποια από τα επιμέρους συμφέροντα ωφελούνται από την διαιώνιση της σημερινής ισορροπίας, και περιθωριοποιούν τους υποστηρικτές μιας καλύτερης εναλλακτικής. Τέλος, συχνά στερούμαστε ακόμη και τη γλώσσα για να φανταστούμε κάτι διαφορετικό από αυτό με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι. Το άγνωστο μας φοβίζει. Δυσκολευόμαστε να διανοηθούμε το αδιανόητο. Οι επιλογές μας καθοδηγούνται από βεβαιότητες του παρελθόντος που έχουν στο μεταξύ ξεπεραστεί. Για παράδειγμα, οι δηλώσεις κάποιων Ευρωπαίων υπουργών οικονομικών στην αρχή της πανδημίας έφερναν στον νου αυτό που έγραφε ο Κέυνς το 1936: «Πρακτικοί άνθρωποι, που θεωρούν εαυτούς απαλλαγμένους από διανοητικές επιρροές, είναι συνήθως σκλάβοι κάποιου αποδημήσαντος οικονομολόγου».
Ο τρίτος λόγος είναι ότι μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης κάνει μερικούς ικανούς για το καλύτερο, και άλλους ικανούς για το χειρότερο. Οι αρχικές αντιδράσεις, τον περασμένο Μάρτιο, ορισμένων Ευρωπαίων πολιτικών στην τραγωδία που ξεδιπλωνόταν στην Ιταλία υπήρξαν θλιβερά άστοχες. (Θα πρέπει να έτριβαν τα χέρια τους οι εχθροί της Ευρώπης, μέσα και έξω από αυτήν!) Και όμως, δεν ήταν δύσκολο να βρει κανείς τα σωστά λόγια αυτήν τη σκοτεινή ώρα. Οι Ευρωπαίοι Πράσινοι το έκαναν, και ο συντάκτης αυτού του άρθρου τους ευγνωμονεί για αυτό. Η διακήρυξή τους της 27ης Μαρτίου 2020 άρχιζε ως εξής: «Εκφράζουμε την ειλικρινή μας συμπάθεια σε όλους όσους έχουν μολυνθεί από τον ιό και αγωνίζονται για τη ζωή τους, καθώς και στις οικογένειες και τους φίλους τους. Μοιραζόμαστε τη θλίψη και τον πόνο όσων έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα από την ασθένεια. Επιβεβαιώνουμε την αλληλεγγύη μας και την βαθιά μας εκτίμηση για όσους διακινδυνεύουν τη ζωή τους για την φροντίδα των ασθενών που έχουν προσβληθεί από τον ιό. Η προσφορά τους είναι πραγματικά ανεκτίμητη. Αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχαστεί.» Δεν ήταν δύσκολο, αλλά παρά λίγο να μην συμβεί καθόλου.
Ο δρόμος για την ανάκαμψη
Τελικά βέβαια συνέβη. Έστω με καθυστέρηση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανταποκρίθηκαν σε αυτό που απαιτούσε η κρισιμότητα της στιγμής. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συγκρότηση Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, η υιοθέτισή της από την Άγκελα Μέρκελ και τον Εμμανουέλ Μακρόν, μαζί με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δίνουν το περίγραμμα μιας απάντησης στο ύψος των περιστάσεων. Μένει να αποδειχθεί ότι η Σύνοδος Κορυφής θα επισφραγίσει τη συμφωνία, και ότι οι εθνικές κυβερνήσεις θα φανούν ικανές να διαχειριστούν την πρωτοφανή οικονομική ενίσχυση με αποτελεσματικότητα και ακεραιότητα.
Το μέγεθος της αλληλεγγύης των κρατών μελών του Βορρά, και η ποιότητα της διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων στο Νότο, συνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Η απορροφητικότητα των πόρων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων που είχαν τεθεί στη διάθεση της Ιταλίας (της χώρας όπου ζω και εργάζομαι) για την περίοδο 2014-2020 βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο 29%: το υπόλοιπο 71% (38 δις ευρώ) κινδυνεύει να χαθεί, ή έχει ήδη χαθεί οριστικά. Φυσικά, το ζήτημα δεν είναι η «απορροφητικότητα πάση θυσία» - έχουμε δει και στην Ελλάδα σε τι εξευτελιστικές καταστάσεις οδηγεί αυτή η λογική. Το ζήτημα είναι η ικανότητα της δημόσιας διοίκησης και των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν επενδυτικά προγράμματα μακράς πνοής. Η ικανότητα αυτή (στην Ιταλία όπως και στην Ελλάδα) παραμένει σήμερα χαμηλή. Πρέπει να ενισχυθεί με κάθε τρόπο.
Όμως, ισχύει επίσης ότι η βασική αιτία για την άνοδο του λαϊκιστικού ευρωσκεπτικισμού στην Ιταλία είναι ότι η χώρα δεν έχει ωφεληθεί όσο θα έπρεπε από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Μετά από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό των δεκαετιών του ’70 και του ’80, που διόγκωσε απερίσκεπτα το εθνικό χρέος, οι ιταλικές κυβερνήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έχουν διαχειριστεί με αξιοθαύμαστη υπευθυνότητα το δημόσιο χρήμα, επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού (αφού δηλ. αφαιρεθούν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους) κάθε χρόνο, με μοναδική εξαίρεση το 2009. Καμμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα – ούτε καν η Γερμανία! – δεν έχει να επιδείξει τέτοια συνεπή επίδοση. Το τίμημα της επί ένα τέταρτο του αιώνα συνεχούς λιτότητας είναι μπροστά στα μάτια μας: χρόνια παραμέληση της δημόσιας υποδομής (δρόμοι και αεροδρόμια, αλλά και σχολεία και νοσοκομεία), με αποτέλεσμα μια ασθμαίνουσα οικονομία. Η κρίση της Ευρωζώνης δεν είχε στην Ιταλία τις δραματικές συνέπειες που είχε στην Ελλάδα, αλλά επιβράδυνε και άλλο την οικονομική δραστηριότητα: την περίοδο 2009-2019 το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ ήταν +0,2% στην Ιταλία, έναντι +2,0% στη Γερμανία. Είναι φανερό ότι η αρχιτεκτονική του ευρώ απέχει πολύ ακόμη από το να παρέχει ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης σε όλες τις χώρες.
Για αυτό είναι τόσο εξοργιστικό που τόσο πολλοί στη Γερμανία (και στην Ολλανδία, και αλλού) εξακολουθούν να σκέφτονται την Ιταλία (και την Ελλάδα, και άλλες χώρες του Νότου) με τα γνωστά στερεότυπα: ο τζίτζιγκας και ο μέρμηγκας. Η αλήθεια είναι λίγο πιο σύνθετη.
Επιτάχυνση τάσεων και νέες προκλήσεις
Εν τω μεταξύ, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη των προτεραιοτήτων και το σχεδιασμό των πολιτικών ανάκαμψης βρίσκονται αντιμέτωποι με καινούριες προκλήσεις. Η πανδημία και ο περιορισμός των μετακινήσεων (καθώς και η σταδιακή, αργή και ασύμμετρη επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας) έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο, με το οποίο είμαστε όλοι αναγκασμένοι να αναμετρηθούμε.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι νέες προκλήσεις επιταχύνουν τάσεις που είχαν ήδη εκδηλωθεί νωρίτερα. Τα δεδομένα από την Ιταλία, τις ΗΠΑ και αλλού δείχνουν ότι το κλείσιμο των σχολείων διεύρυνε το ψηφιακό χάσμα ανάμεσα σε εκείνα τα παιδιά που διαθέτουν δικό τους υπολογιστή, καλή σύνδεση ίντερνετ, δικό τους δωμάτιο, και βιβλία στο σπίτι, και σε όσα δεν έχουν τίποτε από όλα αυτά. Όταν τα σχολεία ξανανοίξουν, και όλα τα παιδιά επιστρέψουν στις τάξεις, οι λιγότερο προνομιούχοι/ες μαθητές και μαθήτριες θα έχουν μείνει πολύ πίσω από τους/τις πιο τυχερούς/ες συμμαθητές/τριες τους.
Επίσης, ο περιορισμός των μετακινήσεων φανέρωσε ένα άλλο χάσμα, μεταξύ εκείνων που συνέχισαν να εργάζονται από το σπίτι, και όσων απασχολούνται σε δραστηριότητες που δεν προσφέρονται για τηλεργασία, και για αυτό επλήγησαν περισσότερο. Οι πρώτοι τείνουν να έχουν υψηλότερη μόρφωση, σταθερές δουλειές και καλύτερες αποδοχές. Οι δεύτεροι ανήκαν από πριν σε πιο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, και τώρα αντιμετωπίζουν υψηλότερη ανεργία και μεγαλύτερη απώλεια αμοιβών. Με άλλα λόγια, η πανδημία κινδυνεύει να αυξήσει και άλλο τις εισοδηματικές ανισότητες.
Κάποιες άλλες εξελίξεις παρεκκλίνουν από προηγούμενες τάσεις, άγνωστο εάν παροδικά ή μόνιμα. Για παράδειγμα, η οικονομική έρευνα έχει από καιρό δείξει ότι η τεχνολογική μεταβολή αντικαθιστά επαναλαμβανόμενες διαδικασίες ρουτίνας, καταστρέφοντας θέσεις εργασίας μέσης ειδίκευσης (π.χ. βιομηχανικοί εργάτες). Παράλληλα, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας οι οποίες κατατάσσονται χονδρικά σε δύο κατηγορίες: από τη μια, καλοπληρωμένες δουλειές για επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης, με δεξιότητες συμπληρωματικές με την τεχνολογία (π.χ. στην έρευνα, τον προγραμματσμό), και από την άλλη κακοπληρωμένες δουλειές για επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης, με δεξιότητες που δεν μπορεί (ακόμη;) να υποκαταστήσει η τεχνολογία (π.χ. φροντίδα ηλικιωμένων ή βρεφών). Μέχρι πρόσφατα, οι εργαζόμενοι σε τομείς των προσωπικών υπηρεσιών είχαν μεν χαμηλές αποδοχές, αλλά τουλάχιστον αντιμετώπιζαν ευνοϊκές προοπτικές απασχόλησης. Ο περιορισμός των μετακινήσεων εξαιτίας της πανδημίας έπληξε δυσανάλογα τόσο τις αμοιβές τους όσο και την πιθανότητα να κρατήσουν τη δουλειά τους.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η μαζικής κλίμακας τηλεργασία απέδειξε ότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, παρότι αναμφισβήτητη, δεν έχει ακόμη εξαλείψει εντελώς απηρχαιωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, τα δεδομένα των «ερευνών χρήσης χρόνου» στην Ευρώπη και αλλού δείχνουν ότι νεώτερα, πιο μορφωμένα ζευγάρια μοιράζονται πιο δίκαια τη φροντίδα των παιδιών και άλλες οικιακές εργασίες. Παρόλα αυτά, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο σπίτι λόγω κορωνοϊού ανέδειξε το πόσο άνιση εξακολουθεί να είναι η κατανομή του χρόνου απλήρωτης εργασίας μεταξυ ανδρών και γυναικών – ακόμη και σε υπεράνω υποψίας κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι νεαροί επιστήμονες. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι τους τελευταίους μήνες η παραγωγικότητα των γυναικών επιστημόνων μειώθηκε, όπως προκύπτει από τον αριθμό επιστημονικών δημοσιεύσεων. Αντίθετα, εκείνη των ανδρών αυξήθηκε.
Κάποιες άλλες αλλαγές υπήρξαν ακόμη πιο απρόσμενες. Εάν όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι συνεχίσουν να εργάζονται κυρίως από το σπίτι, πηγαίνοντας στο γραφείο π.χ. μόνο μία ή δύο μέρες την εβδομάδα, τότε στο δίλημμα «μικρότερο σπίτι στο κέντρο της πόλης και ολιγόλεπτη διαδρομή μέχρι τη δουλειά, ή μεγαλύτερο σπίτι έξω από την πόλη και πολύωρη μετακίνηση» η πλάστιγγα θα γείρει προς τη δεύτερη επιλογή, επηρεάζοντας την αγορά κατοικίας. Από τη σκοπιά των επιχειρήσεων, η ίδια εξέλιξη θα κάνει λιγότερο απαραίτητη την ενοικίαση μεγάλων χώρων για γραφεία στο κέντρο της πόλης, επιδρώντας έτσι στην αγορά επαγγελματικής στέγης. Κάποιες από τις εξελίξεις θα είναι αρνητικές: οι πόλεις που αγαπάμε (και στις οποίες ζουν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι) είναι πολυάνθρωπες, με καλές δημόσιες συγκοινωνίες, καλά μπαρ και εστιατόρια, θέατρα και μουσικές σκηνές. Κανείς δεν ξέρει τι θα απογίνουν όλα αυτά. Μήπως έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι η πανδημία έχει θέσει σε κίνηση εξελίξεις που είναι προορισμένες να οδηγήσουν σε παρακμή τις πόλεις;
Europa felix σε έναν ασταθή κόσμο
Πάντως, οι ίδιες εξελίξεις έχουν και θετικές πλευρές. Δεν πρόκειται ασφαλώς να νοσταλγήσουμε τον κατ’ οίκον περιορισμό των τελευταίων μηνών. Μερικές εμπειρίες όμως θα μείνουν στη μνήμη μας. Ο καθαρός αέρας στο κέντρο της πόλης. Η γαλήνη. Το κελάιδισμα των πουλιών. Το πράσινο της χλόης, πιο λαμπερό τη φετινή άνοιξη. Όλα αυτά αφήνουν να διαφανεί το θολό περίγραμμα μιας άλλης ζωής, ενός άλλου τρόπου οργάνωσης της καθημερινότητας – ενός άλλου κόσμου. Είναι εφικτός αυτός ο άλλος κόσμος; Εξαρτάται. Κάθε αστική ανάπλαση (π.χ. η πεζοδρόμηση του ιστορικού κέντρου) γίνεται αρχικά δεκτή με γκρίνια. Όταν όμως η ανάπλαση αυτή ολοκληρωθεί, κανείς πλέον δεν διανοείται την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς. Οι πόλεις με ποδήλατα, με πιτσιρίκια που παίζουν μπάλα στο δρόμο, με νεαρούς που τρέχουν, με παρέες που βολτάρουν, με ηλικιωμένους που περπατάνε χωρίς να φοβούνται ότι θα τους πατήσει αυτοκίνητο, είναι πιο πολιτισμένες, πιο ευχάριστες, πιο ελκυστικές – και τελικά πιο πλούσιες – από όσες έχουν παραδοθεί στα ΙΧ. Οι πιο φωτισμένες δημοτικές αρχές θα αναγνωρίσουν ότι οι κάτοικοι των πόλεων δεν ενδιαφέρονται να επιστρέψουν στην κανονικότητα του μποτιλιαρίσματος, και θα επενδύσουν στην «έξυπνη πυκνότητα».
Η (συγκρατημένη) αισιοδοξία για τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται αντισταθμίζεται από το αναντίρρητο γεγονός ότι το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι για την Ευρώπη το δυσμενέστερο των τελευταίων δεκαετιών. Η αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Η επιθετικότητα αυταρχικών κρατών στα σύνορά της, όπως είναι η Ρωσία και η Τουρκία. Η άνοδος της επιρροής της Κίνας, μιας υπερδύναμης που περιφρονεί (και καταπατά, όπου μπορεί) τις δημοκρατικές ελευθερίες που οι πολίτες της Δύσης έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δεδομένες. Η θλιβερή παρακμή των ΗΠΑ, που ανάλογα με το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου 2020 μπορεί να ανακοπεί ή να εδραιωθεί.
Σε αυτό το ασταθές και επικίνδυνο περιβάλλον, το διακύβευμα για την Ευρώπη είναι πώς θα γίνει ισχυρότερη, πολιτικά και στρατιωτικά, ώστε να υπερασπιστεί καλύτερα τον εαυτό της. Και ταυτόχρονα, πώς θα ηγηθεί της παγκόσμιας συνεργασίας για την αντιμετώπιση των πλανητικών προκλήσεων: της καταπολέμησης της φτώχειας, της ψηφιακής επανάστασης, και της κλιματικής αλλαγής. Παραμένοντας η πιο ειρηνική, πιο ελεύθερη, πιο ασφαλής, πιο προηγμένη, πιο ευτυχισμένη ήπειρος του κόσμου.
Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος "COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη"